νεκροφάγος

νεκροφάγος
ος, ο[ν] питающийся мертвечиной

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νεκροφάγος" в других словарях:

  • νεκροφάγος — ο (Α νεκροφάγος, ον) (για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.) νεοελλ. ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος,… …   Dictionary of Greek

  • νεκροφάγα — νεκροφάγος eating corpses neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροφάγοι — νεκροφάγος eating corpses masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροφάγους — νεκροφάγος eating corpses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Necrofagia — Un buitre comiendo carroña. La necrofagia es el acto de comer la carne de un animal muerto. La palabra deriva del griego, donde nekros significa cuerpo o muerto, y phagos , comer. A quien practica la necrofagia se le conoce como necrófago (del… …   Wikipedia Español

  • necrófago — ► adjetivo BIOLOGÍA Se aplica al animal que se alimenta de cadáveres: ■ el buitre es un ave necrófaga. SINÓNIMO carroñero * * * necrófago, a (del gr. «nekrophágos») adj. Zool. Se aplica al animal que se alimenta de cadáveres de otros. ⇒ *Comer. * …   Enciclopedia Universal

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • νεκροφαγώ — νεκροφαγῶ, έω (Α) [νεκροφάγος] (για ζώα) τρώγω σώματα νεκρών ή ψοφίμια …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • νεκυοφάγος — νεκυοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει πτώματα, πτωματοφάγος, νεκροφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • necrófago — necrófago, ga (Del gr. νεκροφάγος). adj. Que se alimenta de cadáveres …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»